ἐξικμάσῃ

ἐξικμάσῃ
ἐξικμάσηι , ἐξίκμασις
drying
fem dat sg (epic)
ἐξικμάζω
send forth moisture
aor subj mid 2nd sg
ἐξικμάζω
send forth moisture
aor subj act 3rd sg
ἐξικμάζω
send forth moisture
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξίκμαση — η (AM ἐξίκμασις) [εξικμάζω] αποξήρανση …   Dictionary of Greek

  • εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… …   Dictionary of Greek

  • εξικμαστικός — ἐξικμαστικός, ή, όν (Α) [εξίκμαση] αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία από ένα σώμα, αποξηραντικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”